1. Προστασία Αρχαιοτήτων

Στο ακίνητο, βάσει ανασκαφών που έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, υπάρχει κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος στον Άγιο Κοσμά ήδη από το 1957. Ο χαρακτηρισμένος αυτός χώρος είχε συμπεριληφθεί στο διεθνή διαγωνισμό του 2011 και βεβαίως ελήφθη υπόψη στην κατάθεση των σχεδίων των συμμετεχόντων.

Όπως είναι γνωστό, ο χώρος λειτούργησε για πολλές δεκαετίες ως αεροδρόμιο, το οποίο μάλιστα επεκτεινόταν συνεχώς, ενώ στην πορεία κατασκευάστηκαν εγκαταστάσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (γήπεδα, ο χώρος του Κανόε – Καγιάκ, κ.λπ.) και πλήθος άλλων βαριών υποδομών, όπως το αμαξοστάσιο, η γραμμή του ΤΡΑΜ και το ΜΕΤΡΟ.

Όλο αυτό το διάστημα μέχρι και πρόσφατα, δηλαδή από την μετεγκατάσταση του αεροδρομίου και βεβαίως κατά τη διάρκεια κατασκευής των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, δεν υπήρξε κανένα νέο εύρημα πάρα μόνο η επανοριοθέτηση του εν λόγω χώρου του Αγίου Κοσμά, στις αρχές του 2015.

Συνοψίζοντας, μέχρι και την ολοκλήρωση του διαγωνισμού δεν είχε υπάρξει καμία επανοριοθέτηση αρχαιολογικής ζώνης γνωστής στους διαγωνιζόμενους αλλά και έκτοτε μέχρι σήμερα δεν ανακαλύφθηκε κανένα νέο αρχαιολογικό εύρημα.

Όπως προβλέπεται στους αρχαιολογικούς νόμους, η αρχαιολογική υπηρεσία θα έχει πλήρη εποπτεία όλων των εργασιών που θα γίνουν στο ακίνητο. Επιπροσθέτως, τον Ιούνιο του 2017, υπεγράφη σχετικό Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ της ΕΛΛΗΝΙΚΟ Α.Ε. και του Υπουργείου Πολιτισμού με το οποίο καθορίζεται ο τρόπος προστασίας και ανάδειξης τυχόν νέων ευρημάτων και οι προβλέψεις του οποίου φροντίζουν για τη διατήρηση και τη διαχρονική και συνεχή εποπτεία από την αρχαιολογική υπηρεσία, όπως γίνεται άλλωστε και σε όλα τα αντίστοιχα μεγάλα έργα.

Επίσης, το μνημόνιο, εξασφαλίζει τους πόρους και το απαιτούμενο ανθρώπινο δυναμικό, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, δίνοντας  έτσι τη δυνατότητα της άμεσης ανταπόκρισής τους στις όποιες ανάγκες έρευνας ή ανασκαφικού έργου προκύπτουν στην πορεία εκτέλεσης του έργου.

 

  1. Συνέπειες κήρυξης Αρχαιολογικού χώρου

Η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου έχει τις εξής συνέπειες για την έκταση που κηρύσσεται:

Οποιαδήποτε δραστηριότητα κατ’ αρχάς απαγορεύεται και επιτρέπεται μόνο μετά από θετική εισήγηση της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.

Η διαδικασία για τη χορήγηση οποιασδήποτε άδειας περιλαμβάνει την υποχρεωτική ενημέρωση της αρχαιολογικής υπηρεσίας πριν από την έναρξη κάθε εργασίας ή έργου, την υποβολή φακέλου, πιθανόν αυτοψία, γνωμοδότηση από το αρμόδιο αρχαιολογικό συμβούλιο, πιθανή τροποποίηση της εκάστοτε μελέτης ή επιβολή άλλων όρων, την παρακολούθηση των όποιων εργασιών από την αρχαιολογική υπηρεσία κ.α.

Τα ανωτέρω δύναται να προκαλέσουν σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία αδειοδότησης και είναι αυτονόητο ότι αποτελούν σημαντικά εμπόδια για την ολοκλήρωση του έργου.

Συνεπώς, η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου στο ακίνητο επηρεάζει άμεσα τις προοπτικές του. Σε οποιαδήποτε μεταβίβαση, μίσθωση, και γενικά σε οποιαδήποτε σύμβαση σχετίζεται με ακίνητο εντός αρχαιολογικού χώρου, η κήρυξη του τελευταίου έχει σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις ακόμα και αν δεν βρεθούν τελικά αρχαία. Αυτό εμφανίζεται εντονότερα σε αδόμητα ακίνητα, όπως η έκταση του Ελληνικού.

Οι διαδικασίες εν γένει επιβαρύνονται, δεδομένου ότι κακοπροαίρετοι ή υστερόβουλοι τρίτοι, για ίδιο όφελος, και χωρίς τεκμηρίωση ή αιτιολογία έχουν δικαίωμα προσφυγής ενάντια σε κάθε πράξη ή απόφαση που κατά την άποψη τους υποβαθμίζει ή βλάπτει άμεσα ή έμμεσα τον αρχαιολογικό χώρο. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι σοβαρές καθυστερήσεις για κάθε περίπτωση προσφυγής μέχρις ότου αυτή ολοκληρωθεί.

Όλα τα ανωτέρω μεταβάλουν «επί τα χείρω» την κατάσταση του ακινήτου σε σχέση με τα συμφωνηθέντα και τελικά αλλοιώνουν την αξία του ακινήτου που έχει παραχωρηθεί από το διεθνή διαγωνισμό ενώ η έκταση βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, όχι μόνο κατά τη φάση της πρώτης έναρξης λειτουργίας, αλλά και για όσο διάστημα υφίσταται ο χαρακτηρισμός αυτός.

Τα περισσότερα από τα ανωτέρω ισχύουν, όχι μόνο για όσα ακίνητα βρίσκονται εντός αρχαιολογικού χώρου, αλλά και για όσα βρίσκονται «πλησίον» αυτού. Ο όρος «πλησίον» ερμηνεύεται κατά περίπτωση, με βασικό κριτήριο τη γειτνίαση ή και την οπτική επαφή του υπό αδειοδότηση έργου ή δραστηριότητας με τον αρχαιολογικό χώρο. Συνεπώς, η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου επηρεάζει σημαντικά και όλες τις γειτνιάζουσες με το χώρο περιοχές.

Μερικά πρακτικά παραδείγματα:

Κατά την κανονική διαδικασία (όταν δηλαδή δεν υπάρχει χαρακτηρισμός αρχαιολογικού χώρου), η αρχαιολογική υπηρεσία επεμβαίνει, αν κατά τις εκσκαφές σε ένα οικόπεδο βρεθούν αρχαία.

Σε χαρακτηρισμένη ζώνη αρχαιολογικού χώρου:

  • Ένας ιδιοκτήτης σπιτιού, ακόμα και εάν θελήσει, μετά από χρόνια, να κάνει μια εργασία στον κήπο του, θα πρέπει να παίρνει την έγκριση και της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
  • Ένας επαγγελματικός χώρος, για να λειτουργήσει π.χ. ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατόριο, καφέ, κ.α.), θα πρέπει να παίρνει την έγκριση και της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
  • Μια πολυκατοικία ή μονοκατοικία ή εν γένει κτίσμα, για να κάνει εργασίες ανακαίνισης ή επιδιόρθωσης (π.χ. να βάψει τις προσόψεις της, δηλαδή τους εξωτερικούς της τοίχους) θα πρέπει να παίρνει την έγκριση και της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
  • Σε κάθε περίπτωση πρωτότυπων αρχιτεκτονικών λύσεων (π.χ. σε υψηλά κτίρια, landmarks, κτίρια ειδικών προδιαγραφών) οποιοσδήποτε θεωρεί ότι «προσβάλλεται» η ζώνη του αρχαιολογικού χώρου για οποιοδήποτε λόγο (ύψος, όγκος, σχήμα, χρώμα κ.λπ.) θα έχει δικαίωμα προσφυγής και αναστολής εργασιών για απροσδιόριστο διάστημα με απολύτως «υποκειμενικούς» ισχυρισμούς, και με τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν.

 

  1. Διαδικασίες που ακολουθήθηκαν σε άλλα μεγάλα έργα

Σε όλα τα μεγάλα έργα (π.χ. Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταυρός Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), Μετρό, Αττική οδός, Αεροδρόμιο κ.λπ.) όταν βρίσκονται αρχαία, κατά την εκτέλεση του έργου, αυτά προστατεύονται πλήρως σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις ειδικές προβλέψεις του αρχαιολογικού νόμου. Ποτέ, σε κανένα από τα μεγάλα έργα, δεν κηρύχθηκαν εκ των προτέρων εκτάσεις ως ζώνες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.

 

  1. Οι διαφορές με βάση τα παραπάνω:

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι:

  • Η κήρυξη ενός αρχαιολογικού χώρου δεν προσφέρει καμία επιπλέον προστασία σε πιθανά νέα ευρήματα, σε σχέση με το Μνημόνιο και τον Αρχαιολογικό Νόμο. Η σημαντική διαφορά είναι ότι αυξάνει ιδιαίτερα τη γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία επιβαρύνει οικονομικά τους ιδιοκτήτες του ακινήτου ή οποιουδήποτε κτίσματος και πολλαπλασιάζει τα γραφειοκρατικά βάρη με όλες τις συνακόλουθες καθυστερήσεις και συνέπειες.
  • Το Μνημόνιο Συνεργασίας προβλέπει και επιβάλλει την παρουσία της αρχαιολογικής υπηρεσίας και εξασφαλίζει 100% την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη των όποιων ευρημάτων εντοπιστούν και ταυτόχρονα εξασφαλίζει ένα σταθερό περιβάλλον το οποίο αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την προσέλκυση νέων επενδυτικών κεφαλαίων.

Τέλος να σημειωθεί, ότι τυχόν αρχαία ευρήματα, τα οποία σε κάθε περίπτωση θα αναδειχθούν με τους τρόπους που προβλέπονται, θα αποτελέσουν πόλο έλξης επισκεπτών και θα αναδείξουν το έργο. Αυτό έχει αποδείξει η εμπειρία από πολλές άλλες περιπτώσεις σύζευξης πολιτισμικών ευρημάτων και σύγχρονων κατασκευών.

Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να ξεκινήσουν τα έργα και να γίνουν οι ανασκαφές ώστε να αναδειχθούν τυχόν ευρήματα που αυτή τη στιγμή παραμένουν θαμμένα.

.